Εισαγωγή: Τα κυστικά διατεταμένα υπολείμματα ουραχού αποτελούν μία σπάνια οντότητα, η οποία μπορεί να υποδυθεί κλινικά πρωτοπαθές νεόπλασμα της ουροδόχου κύστης. Σκοπός της μελέτης: Η παρουσίαση ενός εξαιρετικά σπανίου περιστατικού κυστικά διατεταμένων υπολειμμάτων ουραχού, το οποίο κλινικά θεωρήθηκε νεόπλασμα ουροδόχου κύστης. Υλικό και Μέθοδοι: Γυναίκα 80 ετών με ιστορικό καρκινώματος μαστού προσήλθε λόγω αιματουρίας. Ενδοσκοπικά παρατηρήθηκε ογκόμορφη αλλοίωση, από την οποία ελήφθησαν βιοψίες. Ιστολογικά επρόκειτο για τμήματα τοιχώματος ουροδόχου κύστης με κατά περιοχές παρουσία πολυάριθμων, κυστικά διατεταμένων χώρων, οι οποίοι επενδύονται από αποπλατυσμένο CKAE1/AE3 (+), CK5/6 (+) Calretinin (-), WT-1 (-), GATA-3 (-), PSA (-) , CD10 (-) και AMACR (-) επιθήλιο, χωρίς ατυπία ή πλειομορφισμό. Αποτελέσματα: Στη διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνονται τα μεσονεφρικά υπολείμματα, το νεφρογενές αδένωμα και το καρκίνωμα του ουραχού. Η απουσία κυτταρικής ατυπίας, πλειομορφισμού, μορφολογίας “εν είδει κεφαλής καρφίδος” (hobnail), παχιάς ηωσινόφιλης βασικής μεμβράνης ή μικροκυστικής μορφολογίας, σε συνδυασμό με τον ανοσοφαινότυπο, υποστηρίζουν τη διάγνωση των κυστικά διατεταμένων υπολειμμάτων ουραχού. Συμπεράσματα: Στη διαφορική διάγνωση των ογκόμορφων αλλοιώσεων του ουρογεννητικού συστήματος πρέπει να συμπεριλαμβάνονται αλλοιώσεις που αφορούν σε εμβρυϊκά υπολείμματα (ουραχός, πόροι Wolff ή Mueller).

Abstract ID
eP054

Συγγραφέας