ΕΙΣΑΓΩΓΗ/ΣΚΟΠΟΣ: Να προσδιοριστούν οι παράγοντες που οδηγούν στην χειρουργική διάνοιξη του εγκάρσιου συνδέσμου σε ασθενείς που υποφέρουν από σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Στην αναδρομική μελέτη μας συμμετείχαν 215 ασθενείς (156 γυναίκες και 59 άνδρες, μέσης ηλικίας 58.7 έτη) με συμπτωματολογία συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα που εξετάστηκαν στα εξωτερικά ιατρεία κατά την περίοδο 2010-2020. Σε όλους τους ασθενείς η διάγνωση επιβεβαιώθηκε με το ηλεκτρονευρομυογράφημα. Έγινε καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων των ασθενών, του ιατρικού ιστορικού, της έντασης του νυκτερινού πόνου ή αιμωδιών με το VAS scale και της σοβαρότητας της πάθησης σύμφωνα με το Bland scale (βαθμός 1-6). Η ανάλυση των παραγόντων έγινε με το στατιστικό πακέτο STATA 8.0 και με την εφαρμογή των αρχών μοντέλου παλινδρόμησης. Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε στο p<0.05. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τελικά 122 (56.74%) ασθενείς έλαβαν χειρουργική θεραπεία. Σύμφωνα με το μοντέλο παλινδρόμησης οι στατιστικώς σημαντικοί παράγοντες που οδήγησαν στην χειρουργική απελευθέρωση του εγκάρσιου συνδέσμου ήταν: σοβαρότητα της πάθησης (στάδια 4-6) σύμφωνα με το Bland scale (p=0.042) και ένταση (VAS pain scale > 8.4) νυκετρινού άλγους (p=0.039). Δεν υπήρξε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση με την ηλικία το φύλο, το κυρίαρχο άκρο, το ιατρικό ιστορικό, ή την επαγγελματική απασχόληση των ασθενών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Οι ασθενείς με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα οδηγούνται στο χειρουργείο καθυστερημένα. Ο νυκτερινός πόνος που διαταράσσει τον ύπνο είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα που ωθεί τον ασθενή να επιλέξει την χειρουργική θεραπεία.

Abstract ID
ΑΑ265

Author