Εισαγωγή
Οι στατίνες αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων με κύριο θεραπευτικό στόχο την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας, με την ατορβαστατίνη να αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της. Έχουν αποδεδειγμένο όφελος τόσο στον έλεγχο των λιπιδίων όσο και στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου και αποτελούν, κατά γενική ομολογία, μια ασφαλή κατηγορία φαρμάκων με μικρό ποσοστό εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών. Ωστόσο, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι δυνατό να προκαλέσουν ήπια κινητοποίηση των τρανσαμινασών, με συχνότητα εμφάνισης 3% έως και 5,5%. Σοβαρές, δε, ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως η μυοπάθεια και η αύξηση των ηπατικών ενζύμων >3φορές από την ανώτερη φυσιολογική τιμή, αναφέρονται σε πολύ χαμηλό ποσοστό (<0,15%). Η επαγόμενη από στατίνη οξεία ηπατική βλάβη μπορεί να εμφανισθεί ως αμιγώς ηπατοκυτταρική, χολοστατική ή και μεικτή. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν πλήρως σε χρονικό διάστημα έως και 3 μήνες από τη διακοπή της αγωγής, ωστόσο έχουν περιγραφεί και περιπτώσεις με δυσμενή εξέλιξη. Παρουσιάζουμε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση ασθενούς με χολόσταση και τρανσαμινασαιμία που αποδόθηκε σε ατορβαστατίνη.
Σκοπός
Η παρουσίαση ενδιαφέρουσας κλινικής περίπτωσης ασθενή με σοβαρή χολοστατική και ηπατοκυτταρική βλάβη μετά από χορήγηση ατορβαστατίνης.
Περιγραφή Περιστατικού
Ασθενής θήλυ, 63 ετών, με ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας και αρτηριακής υπέρτασης ετέθη σε αγωγή με ατορβαστατίνη 20 mg για τη βέλτιστη ρύθμιση του λιπιδαιμικού προφίλ. Περίπου έξι εβδομάδες μετά την έναρξη της αγωγής ανέπτυξε προοδευτικά επιδεινούμενη αδιαθεσία και κακουχία με συνοδό απώλεια βάρους περί τα 5kg, χωρίς ωστόσο ευρήματα διαταραχής της ηπατικής βιοχημείας. 6 εβδομάδες αργότερα, 12 εβδομάδες δηλαδή μετά την έναρξη της αγωγής, η ασθενής εμφάνισε ικτερική χροιά δέρματος και επιπεφυκότων, χωρίς συνοδό σύμπτωμα κοιλιακού άλγους. Υποβλήθηκε εκ νέου σε εργαστηριακό έλεγχο κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν α) σημαντική αύξηση των χολοστατικών ενζύμων, με διπλασιασμό της αλκαλικής φωσφατάσης ALP:360 U/L(120), 10πλασιασμό της γ-GT: 724 U/L(38) και σχεδόν 10πλασιασμό της ολικής χολερυθρίνης: 10,9mg/dl (1,2) με άμεση 7,49mg/dl (0,2) καθώς και β) σημαντική αύξηση των ηπατικών ενζύμων με 10πλασιασμό των τρανσαμινασών SGOT:440 U/L (31) - SGPT: 549U/L (34). Ακολούθησε περαιτέρω εργαστηριακός έλεγχος από τον οποίο αποκλείστηκαν οι ιογενείς ηπατίτιδες καθώς και τα αυτοάνοσα και μεταβολικά νοσήματα του ήπατος και διενεργήθηκε απεικονιστικός έλεγχος με CT κοιλίας και MRI κοιλίας–MRCP, κατά τον οποίο δεν αναδείχθηκε εστιακή βλάβη, αποκλείοντας έτσι και τα αποφρακτικά αίτια (λιθίαση και νεόπλασμα). Έγινε, εξ αρχής, άμεση διακοπή της ατορβαστατίνης, με την ασθενή να παρουσιάζει γρήγορα κλινική και εργαστηριακή βελτίωση, με πλήρη επαναφορά των βιοχημικών εξετάσεων σε φυσιολογικά επίπεδα εντός 8 εβδομάδων, επιβεβαιώνοντας, εν τέλει, την αρχική υπόθεση, ότι η ηπατική βλάβη σχετίζεται με την ηπατοτοξικότητα του εν λόγω φαρμάκου.
Συμπεράσματα
Η ατορβαστατίνη μπορεί σπάνια να προκαλέσει οξεία ηπατική βλάβη. Η γρήγορη διάγνωση και διακοπή της αγωγής είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόληψη μακροπρόθεσμης ηπατικής βλάβης.
- 1 προβολή