Εισαγωγή: Η θηλώδης ενδοθηλιακή υπερπλασία αποτελεί μία ασυνήθη ενδοθηλιακή υπερπλασία, συνήθως ενδοαγγειακή, που μιμείται το αγγειοσάρκωμα. Αναπτύσσεται de novo εντός διατεταμένου φλεβικού αγγείου, σε προϋπάρχουσα αγγειοδυσπλασία (αιμαγγείωμα, λεμφαγγείωμα, πυογόνο κοκκίωμα) ή σε αρτηριοφλεβική αναστόμωση. Σπανιότερα μπορεί να έχει εξωαγγειακή εντόπιση, όπου συνδέεται με αιμάτωμα. Σκοπός της μελέτης: Η παρουσίαση δύο περιπτώσεων ενδοαγγειακής θηλώδους ενδοθηλιακής υπερπλασίας και η διαφορική διάγνωση αυτής από το αγγειοσάρκωμα. Υλικό και μέθοδοι: 1) Δερματικό ογκίδιο κοιλίας. Ατρακτοειδές τμήμα δέρματος, διαστάσεων 2,5Χ1,6Χ 1,6 εκ., με παρουσία στο χόριο περίγραπτου, ερυθρόφαιου ογκιδίου, διαμέτρου 1,2 εκ. 2) Δερματικό ογκίδιο δεξιού μηρού. Περίγραπτο, ερυθρόφαιο ογκίδιο διαμέτρου 1,2 εκ., καλυπτόμενο εν μέρει από ατρακτοειδές τμήμα δέρματος, διαστάσεων 2Χ0,7 εκ. Αποτελέσματα: Σε τομές και από τα δύο ογκίδια παρατηρούνται αναστομωμένοι αγγειακοί χώροι και πολυάριθμες ενδοαυλικές θηλώδεις προβολές. Οι τελευταίες καλύπτονται από ένα στοίχο ενδοθηλιακών κυττάρων χωρίς ουσιώδη ατυπία και χωρίς πυρηνοκινησίες, περιβάλλουν δε ηωσινόφιλους, κολλαγονοποιημένους μίσχους. Κατά θέσεις παρατηρείται σχηματισμός θρόμβου. Η πρώτη εξεργασία φαίνεται να εξορμάται από τοίχωμα αγγείου, ενώ η δεύτερη περιβάλλεται από ινώδη ψευδοκάψα. Και οι δύο εξεργασίες εντοπίζονται στο χόριο του δέρματος και στον υποδόριο λιπώδη ιστό. Ανοσοϊστοχημικά τα ανωτέρω ενδοθηλιακά κύτταρα είναι θετικά στο CD34 και στο CD31, ενώ είναι αρνητικά στην πανκερατίνη. Συμπεράσματα: Λόγω της έντονης ενίοτε πυρηνικής πολυμορφίας θεωρείται σημαντικό να αποκλεισθεί η περίπτωση του αγγειοσαρκώματος. Τα αγγειοσαρκώματα είναι εξαιρετικά σπάνια ενδοαγγειακά και εμφανίζουν διηθητική ανάπτυξη στους πέριξ ιστούς. Στην ενδοαγγειακή θηλώδη υπερπλασία παρατηρούνται θηλώδεις προβολές, που αναπτύσσονται μέσα σε θρόμβους, ενώ απουσιάζουν οι νεκρώσεις, οι συμπαγείς περιοχές και οι πυρηνοκινησίες.

Abstract ID
eP152

Συγγραφέας