EΙΣΑΓΩΓΗ: Οι CBF οξείες μυελογενείς λευχαιμίες (ΟΜΛ) περιλαμβάνουν τις ΟΜΛ με γενετική βλάβη CBFB-MYH11(+) και RUNX1/RUNX1T1(+) και είναι ευνοϊκής πρόγνωσης. Βιοδείκτες όπως η παρακολούθηση ελάχιστης υπολειμματικής νόσου(ΕΥΝ) είναι προγνωστικοί. Το υψηλό ποσοστό υποτροπής (30-40%) αναδεικνύει την ανάγκη για καλύτερη κατηγοριοποίηση. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: Σκοπός είναι η αναδρομική μελέτη ασθενών με CBF-ΟΜΛ ως προς τον γενετικό υπότυπο προς αναζήτηση κλινικο-βιολογικών συσχετισμών. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Μελετήθηκαν όλοι οι ασθενείς με CBF-ΟΜΛ από το 2003 ως το 2019. ‘Ολοι έλαβαν χημειοθεραπεία. Σε υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική νόσο έγινε αλλογενής μεταμόσχευση. Η ΕΥΝ παρακολουθούνταν με RQ-PCR. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Συμπεριλήφθηκαν 51 ασθενείς (20 γυναίκες/31 άνδρες) ηλικίας 42(19-72) ετών. Τριάντα ήταν CBFB-MYH11(+)(ομάδα A) και 21 RUNX1/RUNX1T1(+)(ομάδα B). Τα λευκά αιμοσφαίρια στη διάγνωση ήταν 3.7-300K/μL(διάμεσο:13.9) και η LDH 470(190-2700IU/L), χωρίς διαφορά μεταξύ των ομάδων. Εξωμυελική νόσος παρατηρήθηκε σε 8 ασθενείς, 7 από την ομάδα Α. Η κυτταρογενετική ανάλυση έδειξε τις αναμενόμενες βλάβες σε 28/51, επιπρόσθετη τρισωμία 8 σε 8/51 και απώλεια του Χ/Υ σε 7 ασθενείς ομάδας Β. Το CD56 βρέθηκε σε 10/18 ασθενείς της B και FLT3-ITD μετάλλαξη σε 1/24 μόνο ασθενή της Α. Όλοι εκτός δύο πέτυχαν ύφεση μετά την πρώτη έφοδο. Μοριακή απάντηση μετά την έφοδο (MR1) ήταν διαθέσιμη σε 32/51 ασθενείς και 10/32 πέτυχαν μείωση 3log. Μείωση 3log ήταν συχνότερη μετά τη 2η έφοδο (MR2)(23/30 ασθενείς). Η απάντηση στο τέλος της σταθεροποίησης (MR3) έδειξε πτώση τουλάχιστον 4log σε 22/28 ασθενείς. Μόνο σε 10 ασθενείς η MR3 ήταν αρνητική, αντικατοπτρίζοντας τη συχνή παραμονή υπολειμματικής νόσου χωρίς υποτροπή σε CBF-ΟΜΛ (μόνο 1/12 ασθενείς με <=4log παραμονή νόσου τη στιγμή MR3 υποτροπίασε). Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στην απάντηση μεταξύ των δύο ομάδων. Yποτροπίασαν 18/51 ασθενείς, 11/30(37%) ομάδας A και 7/21(30%) ομάδας B, p=ns. Προηγήθηκε μοριακή υποτροπή σε 6, σε διάμεσο 182 μέρες(15-428). Η επιβίωση χωρίς υποτροπή (RFS) ήταν παρόμοια μεταξύ των ομάδων (119 μήνες vs 108, 95%CI:83-154 vs 76-141, ps=ns). Ασθενείς με MR3<4log υποτροπίασαν γρηγορότερα (72 vs 134 μήνες σε ασθενείς με MR3>=4log μείωση), ιδίως στην ομάδα A, ωστόσο ο μικρός αριθμός ασθενών (6) με MR3<4log δεν επέτρεψε μελέτη της επίδρασης MR στην RFS. Δεκατέσσερις/18 ασθενείς σε υποτροπή υποβλήθηκαν σε αλλογενή μεταμόσχευση. Η ολική επιβίωση (OS) ήταν ίδια στις δύο ομάδες (142 μήνες vs 127, 95%CI: 11-174 vs 99-154, ps=ns). Η μοριακή απάντηση MR1, MR2, MR3 δεν επηρέασε την OS αλλά μόνο η μορφολογική υποτροπή (OS 106 vs 170 μήνες σε ασθενείς χωρίς υποτροπή, p=0,015). Μελετώντας ξεχωριστά τις δύο ομάδες η επιβίωση ήταν παρόμοια στην ομάδα Β, ανεξαρτήτως υποτροπής, αναδεικνύοντας την σημασία της αλλογενούς μεταμόσχευσης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι CBF λευχαιμίες έχουν παρόμοια έκβαση ανεξαρτήτως γενετικού υποτύπου. Η μοριακή απάντηση είναι συγκρίσιμη και η παραμονή χαμηλού φορτίου νόσου δεν επισημαίνει υποτροπή. Η εξωμυελική νόσος είναι συχνότερη στους CBFB-MYH11(+) και η απώλεια του X/Y σε RUNX1/RUNX1T1(+) ασθενείς. Η FLT3-ITD δεν είναι συχνή. Στην παρούσα μελέτη η μοριακή απάντηση δεν αναδείχτηκε ως βιοδείκτης για εντατικοποίηση θεραπείας, αλλά η αλλογενής μεταμόσχευση σε ασθενείς RUNX1/RUNX1T1(+) που υποτροπιάζουν είναι επιτυχής θεραπευτική επιλογή.

Abstract ID
083

Συγγραφέας