ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η πλειονότητα των νέων ασθενών με κακοήθη λεμφώματα ιώνται με την εφαρμογή χημειο- +/- ανοσοθεραπείας. Οι μακροχρόνιες επιπλοκές, όπως η στεφανιαία νόσος, η καρδιακή δυσλειτουργία, οι δευτεροπαθείς νεοπλασίες και η κοινωνικο-οικονομική και οικογενειακή αποκατάσταση των ασθενών αυτών αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Ειδικότερα η επίπτωση της χημειοθεραπείας στη γοναδική λειτουργία των ασθενών δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Επιπλέον, δεν είναι σαφές ποιοί ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε προφυλακτική θεραπεία καταστολής των γονάδων ή/και κρυοκατάψυξη ωοθηκικού ιστού/σπέρματος. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης της χημειοθεραπείας στην λειτουργικότητα των γονάδων και των δύο φύλων σε ασθενείς με κακοήθη λεμφώματα. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Πρόκειται για προοπτική μελέτη ασθενών με λεμφώματα, ηλικίας έως 40 ετών (γυναίκες) και έως 45 ετών (άνδρες). Διενεργήθηκε αιμοληψία προ της έναρξης θεραπείας, στο μέσο, στη λήξη, 6, 12 και 24 μήνες μετά το πέρας της. Ορός/πλάσμα φυλάσσονταν στους -80⁰C μέχρι τους ορμονικούς προσδιορισμούς, που πραγματοποιήθηκαν με μέθοδο ELISA (Enzyme-linkedimmunoabsorbentassay). Μετρήθηκαν οι εξής ορμόνες: θυλακιοτρόπος(FSH), ωχρινοτρόπος(LH), οιστραδιόλη(Ε2), αντιμυλλέριος(ΑΜΗ), ανασταλτίνη-Β(Ιnhibin-B)[γυναίκες] και FSH, LH, τεστοστερόνη(Testo), AMH, Ιnhibin-B[άνδρες]. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Παρουσιάζονται τα προκαταρκτικά αποτελέσματα επί 21 ασθενών: 10 άνδρες διάμεσης ηλικίας 29.5 ετών και 11 γυναίκες διάμεσης ηλικίας 27 ετών, εκ των οποίων 17 έλαβαν χημειοθεραπεία για λέμφωμα Hodgkin (14 ABVD, 3 ABVD/BEACOPP) και 4 για επιθετικό Β-λέμφωμα (R-CHOP). Στους άνδρες, η σπερματογένεση (κύτταρα Sertoli), που αντικατοπτρίζεται από την αύξηση των επιπέδων FSH, επλήγη σημαντικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας: [διάμεσες τιμές: 4.15IU/mL (έναρξη), 15.2IU/mL (μέσον), 16.1IU/mL (λήξη),p=0.004]. Η FSH έβαινε αυξανόμενη από την έναρξη της θεραπείας, κορυφώθηκε στη λήξη και παρουσίασε τάση επιστροφής στα φυσιολογικά επίπεδα στους 6 μήνες μετά την λήξη. Η AMH, που αντικατοπτρίζει το προσδόκιμο της γοναδικής λειτουργίας, δε μεταβλήθηκε (2.73ng/mL, 3.34ng/mL, 4.06ng/ml, p=0.131). Παραδόξως η τεστοστερόνη υπό τη δράση της LH, αυξήθηκε κατά την διάρκεια της θεραπείας (τεστοστερόνη κατά την έναρξη, το μέσο και το πέρας: 385ng/dL, 486ng/dL, 424ng/dl, p=0.028), ενδεχομένως ως φαινόμενο rebound. Στις γυναίκες, η βλάβη της γοναδικής λειτουργίας ήταν πιο εκσεσημασμένη και πιο παρατεταμένη από τους άνδρες, όπως καταδείχθηκε από: α. την αύξηση της FSH μεταξύ έναρξης και λήξης της θεραπείας (διάμεσες τιμές: 4.4IU/mL και 11.5IU/mL, p=0.037), με επάνοδο στα φυσιολογικά επίπεδα 6 μήνες μετά τη λήξη, β. τη σημαντική μείωση της ΑΜΗ, (διάμεσες τιμές: 1.85ng/mL (έναρξη), 0.2ng/mL (μέσον), 0.12ng/mL (λήξη),p=0.001), τα οποία παρέμειναν ελαττωμένα ακόμα και στους 6 μήνες μετά, ωστόσο με τάση επανόδου. Αντίθετα από τους άνδρες, τα στεροειδή του φύλου (οιστραδιόλη) δεν επηρεάστηκαν. Φαίνεται ότι τα επίπεδα της ΑΜΗ εμφάνισαν ταχύτερη πτώση σε σχέση με την FSH, καθιστώντας την πιο ευαίσθητο δείκτη παρακολούθησης της γοναδικής λειτουργίας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η γοναδική λειτουργία στους ασθενείς με λεμφώματα επηρεάζεται κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας. Στους άνδρες παρατηρείται πιο ήπια και βραχυχρόνια διαταραχή, ενώ στις γυναίκες η γονιμότητα πλήττεται πιο πρώιμα, και δεν επιστρέφει στα φυσιολογικά επίπεδα έξι μήνες μετά το πέρας της θεραπείας. Η ΑΜΗ αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο δείκτη παρακολούθησης της υπογονιμότητος.

Abstract ID
099

Συγγραφέας