ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ΜΑΚ σε βρεφική ηλικία αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα ασθενών, όσον αφορά την ένδειξη μεταμόσχευσης, τη φαρμακοκινητική, τη νοσηρότητα και την πιθανότητα συνολικής επιβίωσης. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: Σκοπός της μελέτης μας ήταν να συγκεντρώσουμε τα βρέφη που μεταμοσχεύθηκαν στη Μονάδα μας σε ένα διάστημα 22 ετών και να διερευνήσουμε κατά πόσον η μικρή τους ηλικία έχει ξεχωριστή σημασία για την πορεία τους κατά και μετά τη μεταμόσχευση. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: 55 βρέφη, με διάμεση ηλικία 7.2 μήνες, υποβλήθηκαν σε ΜΑΚ από τον 5ο/1997 έως τον 2ο/2020. Η πηγή του μοσχεύματος ήταν μυελός (ΒΜ), περιφερικά αιμοποιητικά κύτταρα (ΡΒSC) και ομφαλοπλακουντιακό μόσχευμα (CB) σε 29,17 και 9 περιπτώσεις αντίστοιχα. Δότες ήταν HLA συμβατά αδέλφια (MSD) σε ποσοστό 33%, μη συγγενείς ιστοσυμβατοί δότες (VUD) στo 45% και απλοταυτόσημοι συγγενείς δότες (HAPLO) στο 22%. 39/55(71%) ασθενείς έπασχαν από καλόηθες νόσημα (24:SCID,6:οστεοπέτρωση, 3:σ.Wiscott-Aldrich,2:πρωτοπαθές αιμοφαγοκυτταρικό σύνδρομο,2:αμεγακαρυοκυτταρική θρομβοπενία,1:σ.Diamond Schwachmann,1:χρόνια κοκκιωματώδης νόσος). Τα υπόλοιπα 16/55 (29%) έπασχαν από κακόηθες νόσημα: 8 ΟΜΛ, 5 ΟΛΛ και 3 JMML. Το είδος του σχήματος προετοιμασίας διέφερε ανάλογα με το νόσημα και τον δότη. Χορηγήθηκαν τόσο μυελοαφανιστικά (n=40) όσο και μειωμένης έντασης σχήματα (n=15). Για την εκτίμηση της συνολικής επιβίωσης χρησιμοποιήθηκε η καμπύλη Kaplan-Meier, ενώ για την εκτίμηση της αθροιστικής επίπτωσης παραγόντων η cumulative incidence of competing events. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η πιθανότητα συνολικής επιβίωσης σε όλους τους ασθενείς ήταν 61.9%. Διέφερε ανάλογα με το μόσχευμα, πιο συγκεκριμένα: ΒΜ:71.8%,PBSC:54.8%,CB:44.4% και ανάλογα με τον δότη: MSD:77.4%,VUD:57%,HAPLO:48.6%. Αντιθέτως, η φύση του νοσήματος (κακόηθες ή καλόηθες), όπως επίσης και η χορήγηση μυελοαφανιστικού ή όχι σχήματος προετοιμασίας δεν είχε καμία επίπτωση στην πιθανότητα συνολικής επιβίωσης. Παρατηρήθηκε μία τάση αυξημένης πιθανότητας επιβίωσης στους ασθενείς που μεταμοσχεύθηκαν μετά το 2006 (69.5% έναντι 50% αυτών που μεταμοσχεύθηκαν πριν το 2006). Αντίστοιχα, η αθροιστική επίπτωση της TRM τις πρώτες 100 ημέρες μετά τη μεταμόσχευση υπολογίστηκε στο 36.3% και στο έτος από τη μεταμόσχευση στο 37%. Συνολικά απεβίωσαν 20 βρέφη και, αν εξαιρέσουμε 4 που απεβίωσαν λόγω υποτροπής του νοσήματός τους, στα υπόλοιπα ο θάνατος ήταν απότοκος επιπλοκής της μεταμόσχευσης και κυρίως επίδρασης λοιμώδους παράγοντα (σε ποσοστό 56%), ενώ άλλες επιπλοκές ευθύνονταν σε ποσοστό 44%. Η αθροιστική επίπτωση της οξείας aGvHD υπολογίστηκε στο 43.6%, με την επίπτωση της aGvHD grade III-IV να φτάνει το 9.4%. Χρόνια cGvHD εμφάνισαν 6/55 ασθενείς (10%):2 αποφρακτική βρογχιολίτιδα,2 ηπατική cGvHD (1 απεβίωσε) και 2 δερματική,ήπια cGvHD. Η επίπτωση της VOD υπολογίστηκε στο 22% και η πιθανότητα να είναι αυτό βαρύ στο 5%. Η επίπτωση CMV ιαιμίας έφτασε το 25%, ενώ πνευμονίτιδα από CMV εμφάνισε μόνο ένα βρέφος. Η συνολική επίπτωση επιπλοκών άλλου τύπου ήταν 50%. 5/56 (8.9%) βρέφη υποβλήθηκαν σε δεύτερη ΜΑΚ, τα 3 λόγω υποτροπής της λευχαιμίας τους. Τα υπόλοιπα 2 έπασχαν από SCID και απέρριψαν το μόσχευμα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η εμπειρία της μονάδας μας αναδεικνύει ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά αθροιστικής επίπτωσης TRM και GvHD, καθώς επίσης και σημαντικό ποσοστό άλλων επιπλοκών στους ασθενείς που μεταμοσχεύονται σε βρεφική ηλικία, ανεξάρτητα από το νόσημά τους.

Abstract ID
075

Συγγραφέας