Εισαγωγή: Ο υποδοχέας επιδερμικού αυξητικού παράγοντα EGFR είναι μέλος της οικογένειας ErbB των δομικά συγγενών RTKs. Αυτές οι πρωτεΐνες παίζουν ρόλο στην φυσιολογική ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού μέσω δημιουργίας σειράς όμο- ή ετεροδιμερών στην κυτταρική επιφάνεια. Οποιαδήποτε μη φυσιολογική πορεία στην σηματοδότηση της οικογένειας ErbB εμπλέκεται στην ανάπτυξη και εξέλιξη ανθρώπινων κακοηθειών, συμπεριλαμβανομένου του ΜΜΚΠ. Συναντάμε 5 είδη μεταλλάξεων, μια σημειακή μετάλλαξη στο εξώνιο 18, διαγραφές στο εξώνιο 19, προσθήκες στο εξώνιο 20, μια σημειακή μετάλλαξη στο εξώνιο 20 και τέλος σημειακή μετάλλαξη στο εξώνιο 21. Οι μετάλλαξη στο εξώνιο 20 του EGFR είναι ο τρίτος πιο κοινός υπότυπος μετάλλαξης EGFR, και ανευρίσκεται περίπου στο 10% των μεταλλαγμένων NSCLCs EGFR Παρά την υπάρχουσα ετερογένεια, στο σύνολο τους, οι μεταλλάξεις στο εξώνιο 20 δεν είναι ευαίσθητες σε EGFR TKIs πρώτης γενιάς. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο έχει σημειωθεί πρόοδος στην ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών για αυτούς τους ασθενείς. Το Amivantamab, ένας πλήρως ανθρώπινος EGFR και MET παράγοντας, στοχεύει όγκους που ενεργοποιούνται μέσω αυτών των μονοπατιών, καθώς και ανθεκτικές μεταλλάξεις των EGFR και MET, και κρίθηκε κατάλληλο για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με μεταλλάξεις EGFR στο εξώνιο 20 πάσχοντες από μεταστατικό NSCLC που παρουσίασαν υποτροπή σε χημειοθεραπευτικό σχήμα βασισμένο στη πλατίνα.
Μέθοδοι: Περιγραφή περιστατικού με μεταστατικό NSCLC με υποτροπή σε ΧΜΘ βασισμένη σε πλατίνα και συνέχιση ογκολογικών χειρισμών με amivantamab
Σκοπός: Θεραπευτικό προφίλ amivantamab ως στοχεύουσα θεραπεία σε μεταστατικό NSCLC.
Αποτελέσματα: Πρόκειται για γυναίκα ασθενή., 74 ετών, με de novo μεταστατικό ΜΜΚΠ, με λεμφαγγειακή διασπορά και β’ οστικές εντοπίσεις στη ΣΣ και τα οστά της λεκάνης. Αρχικά τέθηκε σε σισπλατίνη και πεμετρεξίδη, το οποίο σχήμα χορηγήθηκε μόνο για έναν κύκλο λόγω επακόλουθης νεφροτοξικότητας και συνεχίστηκε η αντιμετώπιση με καρβοπλατίνα- πεμετρεξίδη σε μειωμένη δόση,όπου και η ασθενής έλαβε 6 κύκλους με καλύτερη ανοχή και έπειτα από απεικονιστικό έλεγχο με ανταπόκριση στην κύρια εξεργασία, τέθηκε σε διατήρηση μόνο με πεμετρεξίδη για 4 κύκλους. Ύστερα λόγω υποτροπής της νόσου στον θώρακα, η ασθενής προσκόμιζε μοριακό έλεγχο που ήταν θετικός για μετάλλαξη c.2317 στο εξώνιο 20 του EGFR, και ξεκίνησε αγωγή με amivantamab. Λόγω Β=37kg έλαβε δόση 1050mg d1,8,15 q28d. Στη πρώτη εβδομάδα συνίσταται η πρώτη δόση να είναι διαιρεμένη σε 350mg (d1) και 700mg (d2). Η ασθενής έλαβε amivantamab για 4 εβδομάδες, εντός των οποίων προέκυπταν αναβολές λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών όπως εμπύρετο, ναυτία, έμετοι, λοιμώξεις αναπνευστικού, και ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Η ασθενής λόγω προοδευτικά επιδεινούμενου ps, κακής ανοχής και προόδου νόσου, διέκοψε την αγωγή με amivantamab και έπειτα από νοσηλεία 8 ημερών λόγω επιδεινούμενης αναπνευστικής λειτουργίας, κατέληξε.
Συμπεράσματα: Οι μεταλλάξεις στο εξώνιο 20 δεν είναι ευαίσθητες σε EGFR TKIs πρώτης γενιάς. Η μελέτη CHRYSALIS ήταν η πρώτη κλινική δοκιμή φάσης Ι που διεξήχθη σε ανθρώπους και ανέδειξε την αποτελεσματικότητα του amivantamab σε ασθενείς με προχωρημένο ΜΜΚΠ και πρόοδο νόσου σε πλατίνα. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν OS 22.8 μήνες, PFS 8.3 μήνες. Με βάση αυτά έλαβε έγκριση από τον FDA και έδωσε ένα επιπλέον θεραπευτικό όπλο στον σύγχρονο ογκολόγο απέναντι στο εκτεταμένο ΜΜΚΠ, ωστόσο φέρει και ανεπιθύμητες ενέργειες, πράγμα που συναξιολογείται με έναν ασθενή με μια ήδη προχωρημένη μεταστατική νόσο.