ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΑΝΟΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΟ ΚΝΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΓΝΙ

Η ανοσοθεραπεία αποτελεί θεραπευτική επιλογή εναντίον πληθώρα κακοηθειών, είτε με PDL1 είτε με CTLA4 αναστολείς, είτε με συνδυασμό και των δύο. Αναγκαία λοιπόν κρίνεται η έγκαιρη αναγνώριση ανεπιθύμητων παρενέργειών ιδίως σπάνιων και δυνητικά θανατηφόρων όπως είναι αυτές από το ΚΝΣ, δηλαδή η εγκεφαλίτιδα, η άσηπτη μηνιγγίτιδα και η υποφυσίτιδα. Η συχνότητα της τοξικότητας στο ΚΝΣ κυμαίνεται από 0.1%-0.8%, με την υποφυσίτιδα να είναι πιο συχνή όταν χορηγείται αντι-CTLA4 αναστολέας με συχνότητα 0-17% λόγω της ιδιαιτερότητας της υπόφυσης να φέρει CTLA 4 υποδοχείς. Λόγω της σπανιότητας και της άτυπης εμφάνισης της τοξικότητας στο ΚΝΣ αλλά και της θνητότητας που εμφανίζουν, πραγματοποιήσαμε μία αναδρομική μελέτη στην κλινική μας για τον καθορισμό της συχνότητας, των δημογραφικών χαρακτηριστικών, καθώς και της αντιμετώπισης αυτών των ανεπιθύμητων παρενεργειών.

H αναδρομική μελέτη συμπεριέλαβε ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες που παρακολουθούνται στην Ογκολογική Κλινική του ΠΓΝΙ και είχαν λάβει από τον Ιανουάριο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2023 τουλάχιστον μία χορήγηση με ιπιλιμουμάμπη(Ι), νιβολουμάμπη(Ν), πεμπρολιζουμάμπη(Π) ή συνδυασμό με ιπιλιμουμάμπη και νιβολουμάμπη(Ι-Ν). Καταγράφηκαν τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου των ανωτέρω, εφόσον ταυτοποιήθηκε διάγνωση τοξικότητας από το ΚΝΣ.

Βρέθηκαν 812 ασθενείς με τα ανωτέρω κριτήρια, από αυτούς 57% είχαν λάβει πεμπρολιζουμάμπη μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με αναστολέα τυροσινικής κινάσης (3,2%), 34,7% έλαβαν νιβολουμάμπη μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με καμποζαντινίβη (4,2%), ένας έλαβε μόνο ιπιλιμουμάμπη και 8,3% έλαβαν Ι-Ν. 80,9% των ασθενών ήταν άντρες και το 19,1% ήταν γυναίκες. Οι τρεις πιο συχνές κακοήθειες ήταν ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα (NSCLC) με 442 ασθενείς, ο καρκίνος του νεφρού με 81 και το μελάνωμα με 63. Τεκμηριωμένη τοξικότητα από το ΚΝΣ εμφάνισαν 4 από τους 812 ασθενείς(0,49%) με μέση ηλικία 57 έτη, 2 άντρες και 2 γυναίκες. Η πρώτη ασθενής εμφάνισε εμπύρετο, αποπροσανατολισμό και αυχενική δυσκαμψία και μετά τον πλήρη έλεγχο τέθηκε η διάγνωση της αυτοάνοσης εγκεφαλίτιδας, με πλήρη ανάκαμψη της νευρολογικής συμπτωματολογίας από την έναρξη μεθυλοπρεδνιζολόνης 2mg/kg. Ο δεύτερος ασθενής παρουσίασε δυσαρθρία και αστάθεια, ο έλεγχος απέκλεισε άλλες αιτίες και τέθηκε η διάγνωση της άσηπτης μηνιγγίτιδας, έλαβε μεθυλοπρεδνιζολόνη 1mg/kg με αρχική υποχώρηση των συμπτωμάτων, με υποτροπή συμπτωματολογίας στην προσπάθεια διακοπής κορτιζόνης, έλαβε γ-σφαιρίνη, χωρίς όμως πλήρη ανάκαμψη. Ο τρίτος ασθενής προσήλθε με κεφαλαλγία, ατονία και μυϊκή αδυναμία κάτω άκρων άμφω, με τον κλινικοεργαστηριακό έλεγχο να υποδεικνύει αυτοάνοση υποφυσίτιδα και με πλήρη ύφεση με την έναρξη υποκατάστασης με υδροκορτιζόνη, συνεχίζει την ανοσοθεραπεία έως σήμερα με σταθερότητα της νόσου. Τέλος η τέταρτη περίπτωση παρουσίασε αδυναμία, ζάλη και ανορεξία, με τον εργαστηριακό έλεγχο να θέτει την διάγνωση αυτοάνοσης υποφυσίτιδας με αποδρομή των συμπτωμάτων μετά την έναρξη υδροκορτιζόνης και συνεχίζει νιβολουμάμπη έως σήμερα με ύφεση της νόσου της.

Τα δεδομένα από το τμήμα μας υποστηρίζουν ότι η νευροτοξικότητα από την ανοσοθεραπεία είναι σπάνια αλλά υπαρκτή και δυνητικά θανατηφόρα παρενέργεια. Μπορεί να συμβεί από την πρώτη χορήγηση έως μήνες μετά και χρήζει έγκαιρη αναγνώριση από τους ογκολόγους. Συνήθως αντιμετωπίζεται με κορτικοστεροειδή, εκτός από την υποφισίτιδα που ελέγχεται με θεραπεία υποκατάστασης. Τέλος για την διάγνωση κρίνεται αναγκαία η συνεργασία με άλλες ειδικότητες καθώς η συμπτωματολογία μιμείται πληθώρα άλλων παθολογικών καταστάσεων και γίνεται συνήθως εξ αποκλεισμού.

Abstract ID
AA-020

Συγγραφέας