Εισαγωγή-Σκοπός: Η οστεομυελίτιδα σε έδαφος διαβητικού ποδιού συχνά διαφεύγει και όταν εντοπιστεί είναι αρκετά δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Συνοδεύεται από μεγάλα ποσοστά υποτροπών και ακρωτηριασμών και τελευταία υπάρχει μία τάση για μία πιο συντηρητική προσέγγιση των περιστατικών αυτών.
Υλικό-Μέθοδος: Ασθενής, θήλυ, 31 ετών, με ατομικό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 επισκέφθηκε το ΤΕΠ του νοσοκομείου μας λόγω φλεγμονής στο δεξιό κάτω άκρο εκτεινόμενο από το πόδι μέχρι και την κνήμη, για την οποία και ελάμβανε σε τακτική βάση per os αντιβιωτική αγωγή (σιπροφλοξασίνη – κλινδαμυκίνη) για δύο εβδομάδες. Δεν ανέφερε ιστορικό τραυματισμού. Η ασθενής υπεβλήθη σε TRIPLEX αγγείων του δεξιού κάτω άκρου χωρίς παθολογικά ευρήματα. Κατά τον ακτινολογικό έλεγχο αναδείχθηκε οστεολυτική βλάβη στην άπω και την εγγύς φάλαγγα του μεγάλου δακτύλου. Ακολούθησε διάνοιξη, χειρουργικός καθαρισμός και λήψη καλλιεργειών ιστού στις οποίες απομονώθηκε πολυανθεκτικός εντερόκοκκος (gram+) για τον οποίο και έλαβε ενδοφλέβια αντιβιωτική αγωγή αρχικά με δαπτομυκίνη βάση αντιβιογράμματος για 6 εβδομάδες και εν συνεχεία δύο δόσεις 1000mg υδροχλωρικού dalbavacin με διαφορά δέκα ημερών βάση πρωτοκόλλου.
Αποτελέσματα: Η φλεγμονή υποχώρησε πλήρως τόσο κλινικά, όσο και εργαστηριακά και απεικονιστικά. Πραγματοποιήθηκε νεαροποίηση και σύγκλιση του τραύματος σε πρώτο σκοπό και επιτεύχθηκε πλήρης ίαση σε χρονικό διάστημα δέκα εβδομάδων από την έναρξη της νοσηλείας της.
Συμπεράσματα: Η αντιμετώπιση της οστεομυελίτιδας σε διαβητικό πόδι πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Η απουσία περιφερικής αγγειοπάθειας δίνει την επιλογή της συντηρητικής θεραπείας με ενδοφλέβια αντιβιωτική αγωγή και χειρουργικό καθαρισμό προς αποφυγή του ακρωτηριασμού , τουλάχιστον σε πρώτη φάση.
- 6 προβολές