Εισαγωγή: Η υποθρεψία στην κίρρωση οδηγεί συχνά σε σημαντική απώλεια μυικής μάζας αποτελώντας δυσμενή προγνωστικό παράγοντα επιβίωσης. Επιπλέον, η μέτρηση του σωματικού βάρους (ΣΒ) και του δείκτη βάρους-μάζας σώματος (BMI) δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη για την εκτίμηση της θρέψης, εξαιτίας της συχνής συνύπαρξης οιδημάτων ή/και ασκίτη και των αυξομειώσεων στο ΣΒ κατά την πορεία της νόσου.
Σκοπός: Να εκτιμηθεί σωματομετρικά η υποκείμενη σαρκοπενία και να εξεταστούν πιθανές συσχετίσεις με διαφορετικά κλινικά και εργαστηριακά χαρακτηριστικά της υποκείμενης κίρρωσης.
Μεθοδολογία: Κιρρωτικοί ασθενείς του Ηπατολογικού Ιατρείου του ΓΝΘ «Ιπποκρατειο». Αξιολογήθηκαν αρχικά με το ερωτηματολόγιο Nutritional Risk Score (NRS) 2002 (Ref. Kondrup J, et al. Clinical Nutrition 2003;22:415-421), εργαλείο διαλογής (screening tool) για την ανάδειξη ασθενών με αυξημένο κίνδυνο υποθρεψίας σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Στους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο (NRS ≥3 σε κλίμακα 0-7), διενεργήθηκαν σωματικές μετρήσεις που περιελάμβαναν το ΣΒ (kg), την περίμετρος του βραχίονα [Mid upper Αrm Circumference, MAC (cm)] και το πάχος δερματικής πτυχής του σύστοιχου τρικέφαλου [Τriceps skinfold thickness, TSF (mm)], ενώ στη συνέχεια υπολογίστηκε το BMI και η μυική περίμετρος του βραχίονα [Mid-arm muscle circumference, MAMC (cm)] βασισμένη στον αλγόριθμο MAMC = MAC - (3,1415 × TSF). Τέλος, εξετάστηκαν στατιστικά πιθανές συσχετίσεις των μετρήσεων με κλινικά και εργαστηριακά χαρακτηριστικά της υποκείμενης κίρρωσης.
Αποτελέσματα: Καταγράφηκαν συνολικά 21 κιρρωτικοί ασθενείς με ΝRS≥3 με τα εξής χαρακτηριστικά: 15 άνδρες (71,4%)/6 γυναίκες (28,6%), μέση ηλικία 54,4±11,4 έτη, BMI 25,2±5,2kg/m2 (εύρος 14–34,6).
Χαρακτηριστικά κίρρωσης: Στη μεγάλη πλειοψηφία (19 στους 21, 90,5%) ασθενείς με μη-αντιρροπούμενη κίρρωση: 18 ασθενείς (85,7%) με ασκίτη, 7 (33,3%) με ιστορικό αυτόματης βακτηριακής περιτονίτιδας, 10 (47,6%) με επεισόδια ηπατικής εγκεφαλοπάθειας, 2 (9,5%) με ιστορικό κιρσορραγίας, 1 (4,8%) με ηπατονεφρικό σύνδρομο. Η κατανομή των ασθενών ως προς τα στάδια Child-Pugh (Α-C) ήταν 1 ασθενής (4,8%), 9 ασθενείς (42,9%) και 11 ασθενείς (52,4%), αντίστοιχα. Διάμεση τιμή MELD=16 (14-18), MELD-Na=19 (16-23).
Σωματομετρικά (μέση τιμή±τυπική απόκλιση): MAC 25,4±5cm, TSF 10,9±6mm, MAMC 21,9±3,7cm. Mε γνώμονα την υπολογιζόμενη MAMC, 9 ασθενείς (42,9%) βρέθηκαν με τιμές εντός των φυσιολογικών ορίων, 3 (14,3%) με τιμές ενδεικτικές μέτριας υποθρεψίας και 9 (42,9%) με ιδιαίτερα χαμηλές τιμές ενδεικτικές σοβαρής υποθρεψίας.
Από τις στατιστικές αναλύσεις, το ΝRS δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με κάποιο σωματομετρικό χαρακτηριστικό (BMI, MAMC). Επίσης, η ΜΑMC δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με το στάδιο Child-Pugh ή το μετρούμενο MELD. Από τους εργαστηριακούς δείκτες, μόνο η αλβουμίνη ορού βρέθηκε να συσχετίζεται θετικά με την μετρούμενη MAC (Spearman’s rho correlation, rs=0,451, p=0,04) ενώ η αντίστοιχη συσχέτιση με το δείκτη MAMC δεν έφτασε σε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας.
Συμπεράσματα: Οι σωματικές μετρήσεις των ΜΑC, TSF και ΜΑΜC μπορούν να γίνουν εύκολα με απλές μεθόδους στο τακτικό ηπατολογικό ιατρείο για να εκτιμηθεί η μυική μάζα και συνεπώς η θρέψη των κιρρωτικών ασθενών. Οι μετρήσεις δεν μπορούν να υποκατασταθούν από κανένα κλινικό ή εργαστηριακό χαρακτηριστικό της κίρρωσης, εκτός ίσως από τη συγκέντρωση της αλβουμίνης ορού.
- 1 προβολή