ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η διάγνωση και σταδιοποίηση της Μη Αλκοολικής Λιπώδους Νόσου του Ήπατος (ΜΑΛΝΗ) γίνεται στην κλινική πράξη με μη επεμβατικούς δείκτες, όπως η παράμετρος ελεγχόμενης απόσβεσης (CAP), η οποία υπολογίζεται κατά τη διενέργεια της τεχνικής της παροδικής ελαστογραφίας (Fibroscan®). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι νεότεροι αντιδιαβητικοί παράγοντες, όπως οι αγωνιστές υποδοχέων γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου 1 (GLP-1RAs) και οι αναστολείς συμμεταφοράς γλυκόζης-νατρίου 2 (SGLT-2Is), έχουν ευνοϊκή επίδραση στην ηπατική λειτουργία ασθενών με ΜΑΛΝΗ.

ΣΚΟΠΟΣ: Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και η σύνθεση των αποτελεσμάτων αναφορικά με την επίδραση των GLP-1RAs και των SGLT-2Is στην τιμή της CAP σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ.

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Πραγματοποιήθηκαν δύο ανεξάρτητες στρατηγικές αναζήτησης στο PubMed και CENTRAL για αποτελέσματα τυχαιοποιημένων, ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο (ΕΦ), κλινικών δοκιμών, που εκτίμησαν τις μεταβολές του CAP πριν και μετά την χορήγηση, είτε GLP-1RAs, είτε SGLT-2Is. Κατάλληλες θεωρήθηκαν οι μελέτες, που συμπεριέλαβαν μη κιρρωτικούς ενήλικες ασθενείς με ΜΑΛΝΗ, που έλαβαν για διάστημα ≥12 εβδομάδων, είτε GLP-1RAs (λιραγλουτίδη, σεμαγλουτίδη, εξενατίδη, ντουλαγλουτίδη, λιξισενατίδη), είτε SGLT-2Is (εμπαγλιφλοζίνη, καναγλιφλοζίνη, ερτουγλιφλοζίνη, καναγλιφλοζίνη) σε οποιοδήποτε δοσολογικό σχήμα. Οι καταχωρήσεις αξιολογήθηκαν για τον κίνδυνο μεροληπτικού σφάλματος με το εργαλείο RoB-2. Ανασύρθηκαν δεδομένα σχετικά με: αριθμό ατόμων ανά ομάδα παρέμβασης, ηλικία, φύλο, διάρκεια και δοσολογία θεραπείας, παρουσία σακχαρώδους διαβήτη (ΣΔ), δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και μετρήσεις CAP πριν και μετά την θεραπεία. Διεξήχθησαν ξεχωριστές μετα-αναλύσεις για τις δύο κατηγορίες αντιδιαβητικών συγκρινόμενων με το ΕΦ βάσει του μοντέλου τυχαίων επιδράσεων. Μία επιμέρους ανάλυση πραγματοποιήθηκε για τους ασθενείς που έλαβαν σεμαγλουτίδη.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τις 95 μελέτες, που εντοπίσθηκαν, επιλέχθηκαν βάσει καταλληλότητας πέντε. Στην ανάλυση των GLP-1RAs υπήρχε μία μελέτη για τη λιραγλουτίδη (1,8 mg ημερησίως) και δύο μελέτες για την σεμαγλουτίδη (0,1, 0,2 και 0,4 mg ημερησίως), η μία εκ των οποίων προσέδωσε τρεις ξεχωριστές καταγραφές. Συνολικά, 311 ασθενείς έλαβαν GLP-1RAs και 318 ΕΦ, μέσης ηλικίας 52 ετών, με υπεροχή του γυναικείου φύλου (61%), παρουσία ΣΔ στο 45,8%, ΔΜΣ σε επίπεδα παχυσαρκίας και διάμεσο χρόνο παρέμβασης τις 72 εβδομάδες. Στην ανάλυση των SGLT-2Is εισήχθησαν δύο μελέτες για την εμπαγλιφλοζίνη (10mg ημερησίως) διάρκειας 24 εβδομάδων με συνολικό αριθμό 78 ασθενών έναντι 84, που έλαβαν ΕΦ (μέση ηλικία 47 έτη, συχνότητα γυναικείου φύλου 43%, παρουσία ΣΔ 44,1% και μέση τιμή ΔΜΣ 30 kg/m2). Οι μεταβολές στο CAP πριν και μετά την χορήγηση GLP-1RAs ανέδειξαν μείωση της στεάτωσης σε σχέση με το ΕΦ και στις δύο μελέτες της σεμαγλουτίδης, αλλά όχι της λιραγλουτίδης με συνολική εκτιμώμενη επίδραση υπέρ των GLP-1RAs (-18.67 [-30.26, -7.08], p=0.002). Επιμέρους ανάλυση των μελετών της σεμαγλουτίδης ανέδειξε όφελος έναντι του ΕΦ (-18.74 [-32.13, -5.35], p=0.006). Οι μελέτες της εμπαγλιφλοζίνης δεν ανέδειξαν όφελος με τις συνολικές μεταβολές του CAP να μην διαφέρουν από το ΕΦ (-9.71 [-23.45, 4.03], p=0.17). Δεν παρατηρήθηκε ετερογένεια των αποτελεσμάτων, ενώ στην ανάλυση κινδύνου μία μελέτη της εμπαγλιφλοζίνης ήγειρε ζητήματα σφάλματος μεροληψίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η ηπατική στεάτωση, κατόπιν αξιολόγησης με το CAP, ελαττώνεται από τους GLP-1RAs και όχι από τους SGLT-2Is. Η μετα-ανάλυση βασίστηκε κυρίως στην σεμαγλουτίδη και αποκλειστικά στην εμπαγλιφλοζίνη, αντίστοιχα. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες προς επιβεβαίωση των συγκεκριμένων ευρημάτων.

Abstract ID
AA-015
Presenting Author
Πανάς Π.
Presentation monitor

Συγγραφέας