Εισαγωγή: Η Ηπατίτιδα C αποτελεί μία ιογενή νόσο με υψηλό φορτίο νοσηρότητας και θνητότητας διεθνώς, ιδιαίτερα εξαιτίας της υψηλής συχνότητας επιπλοκών της χρόνιας λοίμωξης στους ασθενείς. Σύμφωνα με πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα, ο παγκόσμιος επιπολασμός του HCV ανέρχεται σε 1% (71,1 εκατομμύρια μολυσμένοι ενήλικες), ενώ περίπου 400.000 άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο από τη νόσο, κυρίως λόγω εκδήλωσης κίρρωσης του ήπατος και ηπατοκυτταρικού καρκίνου(The Polaris Observatory HCV Collaborators, 2017; WHO, 2017; Kolykhalov et al., 1997).Υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελετών που επικεντρώνεται στην επίδραση της διατροφής στην κλινική εξέλιξη της HCV.

Σκοπός: Σκοπός της μελέτης μας είναι η καταγραφή και η βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με την ευεργετική ή μη επίδραση της διατροφής την εξέλιξη της ηπατίτιδας C.

Μέθοδοι: Βιβλιογραφική ανασκόπηση των πιο σημαντικών μελετών των τελευταίων ετών σχετικά με την επίδραση της διατροφής στην ηπατίτιδα C

Αποτελέσματα: Tυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή των Freedman et al, 2011, σε 885 ασθενείς με ηπατίτιδα C, στη φάση δοκιμής θεραπείας κατά της κίρρωσης(HALT-C) κατέγραψε ότι η πρόσληψη καφέ(≥3 ποτήρια) πριν από την εκ νέου θεραπεία με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη άλφα-2α και ριμπαβιρίνη είχε συσχετιστεί με χαμηλότερα επίπεδα ηπατικών ενζύμων, μειωμένη εξέλιξη της χρόνιας ηπατικής νόσου και μειωμένη επίπτωση ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η πρωτεΐνη σόγιας μπορεί να διεγείρει τους υποδοχείς-α που ενεργοποιούνται από τον πολλαπλασιαστή υπεροξισωμάτων(Μικροσωμάτια/Microbodies ή Υπεροξυσώματα). Σε μια προοπτική, τυχαιοποιημένη και απλή τυφλή κλινική δοκιμή των Oliveira et al, 2012, συγκρίθηκαν ασθενείς με CHC που είχαν καζεΐνη ως συμπλήρωμα(n=80, ομάδα ελέγχου), με ασθενείς που κατανάλωναν δίαιτα συμπληρώματος σόγιας(n=80, ομάδα παρέμβασης(IG)].Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη το 2012 που δείχνει ότι η λήψη συμπληρωμάτων πρωτεΐνης σόγιας μειώνει την ηπατική στεάτωση και μειώνει τα επίπεδα ALT σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C. Ο έλεγχος της αντίστασης στην ινσουλίνη, της ηπατικής στεάτωσης, της κοιλιακής παχυσαρκίας και του σωματικού βάρους φαίνεται να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις μη φαρμακολογικές θεραπείες για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C. Τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή σε τρία ιατρικά κέντρα, σύγκρινε τη Νορμογλυκιδική δίαιτα χαμηλών θερμίδων(NGLCD) με δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά(LFD) μεταξύ των συμμετεχόντων με CHC για 12 μήνες. Και με τις δύο δίαιτες, ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST), αμινοτρανσφεράση αλανίνης (ALT), γ-γλουταμύλιο τρανπεπτιδάση (GGT) μειώθηκαν με σημαντικές διαφορές και υπήρξε επίσης σημαντική βελτίωση στην αναλογία AST/ALT. Οι δύο δίαιτες συσχετίστηκαν με μείωση τόσο του επιπολασμού όσο και της σοβαρότητας της στεάτωσης(p < 0,001). (Rusu et al., 2013).Σε μια κλινική μελέτη των Everhart et al., 2009 διαπιστώθηκε ότι σε 1.050 ασθενείς με σοβαρή ηπατίτιδα C που είναι ανθεκτικός στη διαθέσιμη θεραπεία υπήρχε συσχέτιση της μείωσης του βάρους με τη βελτίωση της ιστολογικής εικόνας.

Συμπεράσματα: Μέχρι πρόσφατα, η πλήρης ίαση των ασθενών αποτελούσε ανέφικτο στόχο, ενώ οι παλαιότερες διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές παρουσίαζαν ανεπαρκή αποτελεσματικότητα και χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών. Αισίως, πλέον έχουν αναπτυχθεί καινοτόμα θεραπευτικά σχήματα, τα οποία δύνανται να επιτύχουν την πλήρη θεραπεία της νόσου. Σε ασθενείς, όμως, με σοβαρή ηπατίτιδα C που είναι ανθεκτικοί στη διαθέσιμη θεραπεία, η διατροφή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την εξέλιξη της νόσου.

Abstract ID
AA-022
Presenting Author
ΘΕΟΦΑΝΗ ΚΑΡΑΛΟΥΛΑΝΗ

Συγγραφέας