ΕΙΣΑΓΩΓΗ/ ΣΚΟΠΟΣ: Στο παρόν περιστατικό αναδεικνύεται η αρχική διαχείριση από τον ιδιώτη δερματολόγο περιφερικής πόλης και στη συνέχεια η συμβολή του στην τελική διάγνωση, σε ένα περιστατικό εσωτερικής παθολογίας με δερματικές εκδηλώσεις, εν μέσω πανδημίας. ΥΛΙΚΟ & ΜΕΘΟΔΟΣ: Γυναίκα ασθενής 59 ετών, προσήλθε με χαμηλό εμπύρετο από 5ημέρου, ήπιες μυαλγίες και αρθραλγίες, καθώς και ένα μη-παθογνωμονικό, άκνησμο, ερυθρο κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα στον κορμό. Από το ατομικό ιστορικό της, παρουσίαζε Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία. Παραπέμφθηκε για εργαστηριακό έλεγχο: covid-19 test, αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο. Από την αρχική διαχείρισή του, ως εξωτερικός ασθενής δερματολογικού ιατρείου περιφερειακής πόλης, διαπιστώθηκαν αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (ΤΚΕ, CRP), λευκοκυττάρωση, αυξημένη ουρία, κρεατινίνη, τρανσαμινάσες, γ-GT, φερριτίνη. Η ασθενής παραπέμφθηκε σε κλινική νοσοκομείου Αθηνών για περαιτέρω διερεύνηση με τις διαφοροδιαγνώσεις: συστηματικής μικροβιακής λοίμωξης, συνδρόμου Sweet, ρευματολογικού νοσήματος και πιθανής κακοήθειας αιμοποιητικού συστήματος. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη διάρκεια της εισαγωγής της σε παθολογική κλινική ιδιωτικού νοσοκομείου, πραγματοποιήθηκε από το δερματολόγο διαγνωστική βιοψία δέρματος του κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος κορμού, με μη ειδικά ευρήματα ( ήπια σπογγίωση και αλλοιώσεις ήπιας, επιπολής, κυρίως περιαγγειακής δερματίτιδας). Η ασθενής χαρακτηρίσθηκε ως περιστατικό επιπλεγμένου φλεγμονώδους συνδρόμου (Νόσος STILL ενηλίκων) μέτριας βαρύτητας με δερματική, ηπατική και νεφρική συμμετοχή. Τέθηκε σε αγωγή με μεθύλπρεδνιζολόνη και μεθοτρεξάτη και εξήλθε από το νοσοκομείο, όταν βελτιώθηκε η συμπτωματολογία της, με σύσταση για κλινικοεργαστηριακή παρακολούθηση. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η νόσος Still των ενηλίκων αποτελεί συστηματικό φλεγμονώδες νόσημα, που εκδηλώνεται με επεισόδια πυρετού, σε συνδυασμό με με μη ειδικό εξάνθημα, αρθραλγίες ή αρθρίτιδα, γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια και ηπατοσπληνομεγαλία. Εργαστηριακά, χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονη λευκοκυττάρωση καθώς και αύξηση των δεικτών φλεγμονής (ΤΚΕ, CRP), των τιμών των ηπατικών ενζύμων και από ιδιαίτερα υψηλές συγκεντρώσεις της φερριτίνης του ορού. Θεραπευτικά, συνήθως χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, καθώς και κορτικοστεροειδή, σε συνδυασμό με ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (κυρίως μεθοτρεξάτη).
- 84 προβολές