ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Οι διατιτραίνουσες δερματοπάθειες είναι ομάδα ετερογενών νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από «διάτρηση», δηλαδή από αποβολή αποδομημένου συνδετικού ιστού διαμέσου της επιδερμίδας. Τα σύγχρονα συγγράμματα αναγνωρίζουν τέσσερις τύπους της νόσου: την αντιδραστική διατιτραίνουσα κολλαγόνωση, την έρπουσα και διατιτραίνουσα ελάστωση, τη διατιτραίνουσα θυλακίτιδα και τη νόσο του Kyrle. Η επίκτητη διατιτραίνουσα δερματοπάθεια κλινικά χαρακτηρίζεται από την παρουσία έντονα κνησμωδών ομφαλωτών βλατίδων ή οζιδίων με κεντρικό κεράτινο βύσμα, και συνήθως εκδηλώνεται σε έδαφος υποκείμενης νόσου. Καθώς πρόκειται για ασυνήθη νοσολογική οντότητα, συχνά η διάγνωσή της εγείρει δυσκολίες. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να καθορίσει τα δερματοσκοπικά ευρήματα που απαντώνται στην επίκτητη διατιτραίνουσα δερματοπάθεια, η αναγνώριση των οποίων ενδεχόμενα να διευκολύνει την κλινική διάγνωση. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Για τους σκοπούς της μελέτης αναθεωρήθηκαν αναδρομικά οι φάκελοι ασθενών που είχαν διαγνωσθεί ιστολογικά με επίκτητη διατιτραίνουσα δερματοπάθεια τα έτη 2015-2019. Μελετήθηκαν τα δημογραφικά στοιχεία και το ιστορικό των ασθενών, καθώς και οι κλινικές και δερματοσκοπικές τους εικόνες. Η καταγραφή των δερματοσκοπικών ευρημάτων έγινε από 2 ειδικούς στο πεδίο της δερματοσκόπησης. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στην μελέτη συμπεριλήφθηκαν 15 ασθενείς με διάγνωση επίκτητης διατιτραίνουσας δερματοπάθειας, με μέσο όρο ηλικίας τα 70.4 έτη (εύρος 50-92) και διάμεση διάρκεια νόσου κατά τη διάγνωση 7 μήνες (εύρος 20 ημέρες-15 μήνες). Από τους 15 ασθενείς, 11 ήταν γυναίκες (73.33%) και 4 άντρες (26.26%). Όλοι οι ασθενείς ανέφεραν έντονο κνησμό ως κύριο σύμπτωμα και παρουσίαζαν μια τουλάχιστον συστηματική νόσο, με συχνότερες το σακχαρώδη διαβήτη (46.66%), τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (33.33%) και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα (13.33%). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος χαρακτηριζόταν κλινικά από πολλαπλές, επηρμένες, ομφαλωτές βλατίδες, με κατανομή κυρίως στα κάτω άκρα και τον κορμό. Δερματοσκοπικά αναδείχθηκαν 3 μορφολογικά παρόμοια πρότυπα που ακολουθούσαν κατανομή ομόκεντρων κύκλων. Αναλυτικά, σε 7 ασθενείς (46.66%) οι βλάβες παρουσίαζαν κιτρινόφαιη άμορφη κεντρική περιοχή, η οποία περιβαλλόταν από λευκωπό περιφερικό λέπι δίκην κολάρου, στην περιφέρεια του οποίου ανευρισκόταν ερυθηματώδης άμορφη άλως με στιγμοειδή αγγεία και σπανιότερα αγγεία δίκην φουρκέτας. Στο 2ο δερματοσκοπικό πρότυπο (5 ασθενείς) υπήρχε κεντρική κιτρινόφαιη άμορφη περιοχή που περιβαλλόταν από λευκωπό περιφερικό δακτύλιο και περιφερικά αυτών ερυθηματώδης άμορφη περιοχή με στιγμοειδή αγγεία. Τέλος, κατά το 3ο πρότυπο (2 ασθενείς) οι βλάβες παρουσίαζαν κιτρινόφαιη άμορφη κεντρική περιοχή περιβαλλόμενη από λευκορόδινη άμορφη άλω και περιφερικά αυτών καφέ δίκτυο. Σε έναν ασθενή παρατηρήθηκαν βλάβες του 1ου και του 2ου προτύπου. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα δερματοσκοπικά ευρήματα που περιγράφουμε στην παρούσα μελέτη συνάδουν με τα ευρήματα αντίστοιχων μελετών της διεθνούς βιβλιογραφίας, και υποδεικνύουν ότι η δερματοσκόπηση σε περιπτώσεις επίκτητης διατιτραίνουσας δερματοπάθειας μπορεί να συνδράμει ως διαγνωστικό εργαλείο, μέσα από την αναγνώριση των χαρακτηριστικών αυτών προτύπων. Όπως συμβαίνει με όλες τις φλεγμονώδεις δερματοπάθειες τα στοιχεία από τη δερματοσκόπηση ερμηνεύονται σε συνάρτηση με την κλινική εικόνα και το ιστορικό του ασθενούς, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το puzzle της διαφοροδιάγνωσης.

Abstract ID
08

Συγγραφέας